κεχριμπαρής

κεχριμπαρής
-ιά, -ί [κεχριμπάρι]
1. αυτός που έχει το χρώμα τού κεχριμπαριού, τού ήλεκτρου
2. διαυγής, ξάστερος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”